Δείτε επίσης: ἀποπλέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπλέω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + πλέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈple.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐πλέ‐ω

αποπλέω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία