Δείτε επίσης: ἀποπλέω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπλέω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + πλέω

αποπλέω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία