σαλπάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική salpare < sarpare < υστερολατινική *exharpare < αρχαία ελληνική ἐξαρπάζω (αντιδάνειο)
Ρήμα επεξεργασία
σαλπάρω , πρτ.: σάλπαρα/σαλπάριζα, στ.μέλλ.: θα σαλπάρω, αόρ.: σάλπαρα/σαλπάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ναυτικός όρος) (για πλεούμενο) λύνω τους κάβους, σηκώνω την άγκυρα και αποπλέω
- (κατ’ επέκταση) ξεκινάω ταξίδι