σαλπάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπάρισμα < σαλπάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλπάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια του σαλπάρω, η αναχώρηση ενός πλοίου, ο απόπλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλπάρισμα
|
σαλπάρισμα ουδέτερο
|