sail through
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sail through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sails through |
αόριστος | sailed through |
παθητική μετοχή | sailed through |
ενεργητική μετοχή | sailing through |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsail through (en)
- περνάω κάτι εύκολα
- ⮡ She sailed through her final exams.
- Πέρασε εύκολα τις τελικές εξετάσεις της.
- ⮡ She sailed through her final exams.