αρμενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμενίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρμενίζω < ἄρμεν(ον) + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.meˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααρμενίζω, αόρ.: αρμένισα (χωρίς παθητική φωνή)
- ταξιδεύω με ανοιχτά πανιά, πλέω
- ≈ συνώνυμα: ιστιοδρομώ, πλέω
- ※ Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη ὅτι ὁ Μῶρος διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)
- (μεταφορικά) ονειροπολώ, αφαιρούμαι
Παροιμίες
επεξεργασία- εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν: (ειρωνικό) όταν ασχολούμαστε με επουσιώδη και αφήνουμε τα ουσιαστικά
- ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε: (ειρωνικό) για κάτι που κάνουμε λάθος εμείς οι ίδιοι και ρίχνουμε σε άλλον τις ευθύνες
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη άρμενο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρμενίζω | αρμένιζα | θα αρμενίζω | να αρμενίζω | αρμενίζοντας | |
β' ενικ. | αρμενίζεις | αρμένιζες | θα αρμενίζεις | να αρμενίζεις | αρμένιζε | |
γ' ενικ. | αρμενίζει | αρμένιζε | θα αρμενίζει | να αρμενίζει | ||
α' πληθ. | αρμενίζουμε | αρμενίζαμε | θα αρμενίζουμε | να αρμενίζουμε | ||
β' πληθ. | αρμενίζετε | αρμενίζατε | θα αρμενίζετε | να αρμενίζετε | αρμενίζετε | |
γ' πληθ. | αρμενίζουν(ε) | αρμένιζαν αρμενίζαν(ε) |
θα αρμενίζουν(ε) | να αρμενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρμένισα | θα αρμενίσω | να αρμενίσω | αρμενίσει | ||
β' ενικ. | αρμένισες | θα αρμενίσεις | να αρμενίσεις | αρμένισε | ||
γ' ενικ. | αρμένισε | θα αρμενίσει | να αρμενίσει | |||
α' πληθ. | αρμενίσαμε | θα αρμενίσουμε | να αρμενίσουμε | |||
β' πληθ. | αρμενίσατε | θα αρμενίσετε | να αρμενίσετε | αρμενίστε | ||
γ' πληθ. | αρμένισαν αρμενίσαν(ε) |
θα αρμενίσουν(ε) | να αρμενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρμενίσει | είχα αρμενίσει | θα έχω αρμενίσει | να έχω αρμενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρμενίσει | είχες αρμενίσει | θα έχεις αρμενίσει | να έχεις αρμενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρμενίσει | είχε αρμενίσει | θα έχει αρμενίσει | να έχει αρμενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρμενίσει | είχαμε αρμενίσει | θα έχουμε αρμενίσει | να έχουμε αρμενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρμενίσει | είχατε αρμενίσει | θα έχετε αρμενίσει | να έχετε αρμενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρμενίσει | είχαν αρμενίσει | θα έχουν αρμενίσει | να έχουν αρμενίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αρμενίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρμενίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με αρμενίζω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)