Δείτε επίσης: ἱστιοδρομῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστιοδρομώ < ελληνιστική κοινή ἱστιοδρομέω / ἱστιοδρομῶ < αρχαία ελληνική ἱστίον (< ἱστός + δρόμος

  Ρήμα επεξεργασία

ιστιοδρομώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία