ανοιχτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ανοιχτά
- χωρίς κλείσιμο
- (κατ’ επέκταση) ξεκλείδωτα
- (κατ’ επέκταση) μακριά
- (ναυτικός όρος) στο πέλαγος
- (μεταφορικά) απερίφραστα, ειλικρινά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτικός όρος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανοιχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοιχτό