Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλαρμενίζω < ψηλά + αρμενίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψηλαρμενίζω

  1. αρμενίζω ψηλά, πετώ ψηλά
  2. (μεταφορικά) κομπάζω, κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία