↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμένισμα τα αρμενίσματα
      γενική του αρμενίσματος των αρμενισμάτων
    αιτιατική το αρμένισμα τα αρμενίσματα
     κλητική αρμένισμα αρμενίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρμένισμα < αρμενίζω, αρμενισ- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈme.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μέ‐νι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρμένισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του αρμενίζω
     συνώνυμα: πλεύση
    1. συνώνυμο του αρμενισιά, ταξίδι, ιστιοπλοΐα
    2. (μεταφορικά) περιπλάνηση
  2. (μεταφορικά) συνώνυμο του αρμένιασμα, ο επιλόχειος πυρετός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία