↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρμενο τα άρμενα
      γενική του άρμενου των άρμενων
    αιτιατική το άρμενο τα άρμενα
     κλητική άρμενο άρμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άρμενο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄρμενον (για τον ενικό) < αρχαία ελληνική ἄρμενα (στον πληθυντικό),[1] ουδέτερο μετοχής ἄρμενος του ἀραρίσκω [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɾ.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐άρ‐με‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρμενο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) το πανί, το ιστίο ενός ιστιοφόρου
  2. (συνεκδοχικά): το ιστιοφόρο πλοίο
  3. (ναυτικός όρος στον πληθυντικό άρμενα) το σύνολο των πανιών, καταρτιών και σχοινιών ενός ιστιοφόρου
     συνώνυμα:: εξαρτία, εξαρτισμός, ξάρτια, αρματωσιά, αρμάτωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα αρμεν- με σημασία «ιστίο»

θέμα αρμεν- Αρμενία & συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις άρμα, αρετή, αρέσω και ἀραρίσκω για όλη την ετυμολογική οικογένεια *h₂er-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άρμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.