άρμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
γενική | του | άρμενου | των | άρμενων |
αιτιατική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
κλητική | άρμενο | άρμενα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρμενο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄρμενον (για τον ενικό) < αρχαία ελληνική ἄρμενα (στον πληθυντικό),[1] ουδέτερο μετοχής ἄρμενος του ἀραρίσκω [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɾ.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐άρ‐με‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρμενο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το πανί, το ιστίο ενός ιστιοφόρου
- (συνεκδοχικά): το ιστιοφόρο πλοίο
- (ναυτικός όρος στον πληθυντικό άρμενα) το σύνολο των πανιών, καταρτιών και σχοινιών ενός ιστιοφόρου
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα αρμεν- με σημασία «ιστίο»
- άρμενα
- αρμενιάζω
- αρμένιασμα
- αρμενίζω
- αρμενίζοντας
- αρμένισμα
- αρμενιστής
- αρμενοκάταρτα
- αρμενοπάνι
- αρμενόπανο
- αρμενόφτερος
- αρμενώ
- γλυκαρμενίζω
- κουπάρμενος
- λευκάρμενος
- μεγαλάρμενος
- μικράρμενο
- ξαναρμενίζω
- ξάρμενος
- ξυλάρμενα (επίρρημα)
- ξυλάρμενος
- ολάρμενα (επίρρημα)
- ολαρμενίζω
- ολάρμενος
- πανάρμενος
- παραρμενίζω
- πολυάρμενος
- σαπιοάρμενο
- σιγαρμενίζω
- συνάρμενος
- τριάρμενος
- χιλιάρμενος
- χρυσάρμενος, χρυσοάρμενος
- ψευτοάρμενα
- ψηλαρμενίζω
- ψηλαρμενιστός
- ψηλάρμενος
θέμα αρμεν- Αρμενία & συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις άρμα, αρετή, αρέσω και ἀραρίσκω για όλη την ετυμολογική οικογένεια *h₂er-
Μεταφράσεις
επεξεργασία άρμενο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άρμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.