↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλάρμενος η ξυλάρμενη το ξυλάρμενο
      γενική του ξυλάρμενου της ξυλάρμενης του ξυλάρμενου
    αιτιατική τον ξυλάρμενο την ξυλάρμενη το ξυλάρμενο
     κλητική ξυλάρμενε ξυλάρμενη ξυλάρμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλάρμενοι οι ξυλάρμενες τα ξυλάρμενα
      γενική των ξυλάρμενων των ξυλάρμενων των ξυλάρμενων
    αιτιατική τους ξυλάρμενους τις ξυλάρμενες τα ξυλάρμενα
     κλητική ξυλάρμενοι ξυλάρμενες ξυλάρμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλάρμενος < (ξύλο) ξυλ- + άρμεν(ο) + -ος (με τα άρμενα δεμένα στα ξύλα των καταρτιών)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksiˈlaɾ.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λάρ‐με‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξυλάρμενος, -η, -ο, (συνήθως, ουδέτερο)

  1. (ναυτικός όρος) αυτός που πλέει στη θάλασσα με μαζεμένα τα πανιά
  2. (συνεκδοχικά) το ακινητοποιημένο ιστιοφόρο, ή οποιοδήποτε πλοίο ή σκάφος, στη θάλασσα (εκτός αγκυροβολημένου ή προσδεμένου κάπου)
  3. (για πλοίο ή σκάφος) ακυβέρνητο
  4. (συνεκδοχικά) εγκαταλειμμένος από υποστήριξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία