ακυβέρνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακυβέρνητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυβέρνητος[1] Συγχρονικά αναλυέται σε α- στερητικό + (κυβερνώ) κυβερνη- + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ciˈveɾ.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐βέρ‐νη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακυβέρνητος, -η, -ο
- χωρίς κυβερνήτη ή κυβέρνηση
- ⮡ ακυβέρνητη χώρα
- ο ανεξέλεγκτος, που δεν ελέγχεται, δεν κυβερνιέται
- ⮡ Η γνωστή τριλογία μυθιστορημάτων του Στρατή Τσίρκα είναι «Ακυβέρνητες πολιτείες».
- (για όχημα / σκάφος) που δεν κυβερνείται, δεν πηδαλιουχείται
- που βρίσκεται σε όχημα ή σκάφος που δεν κυβερνιέται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακυβέρνητος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακυβέρνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας