Δείτε επίσης: ἀκυβέρνητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακυβέρνητος η ακυβέρνητη το ακυβέρνητο
      γενική του ακυβέρνητου της ακυβέρνητης του ακυβέρνητου
    αιτιατική τον ακυβέρνητο την ακυβέρνητη το ακυβέρνητο
     κλητική ακυβέρνητε ακυβέρνητη ακυβέρνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακυβέρνητοι οι ακυβέρνητες τα ακυβέρνητα
      γενική των ακυβέρνητων των ακυβέρνητων των ακυβέρνητων
    αιτιατική τους ακυβέρνητους τις ακυβέρνητες τα ακυβέρνητα
     κλητική ακυβέρνητοι ακυβέρνητες ακυβέρνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακυβέρνητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυβέρνητος[1] Συγχρονικά αναλυέται σε α- στερητικό + (κυβερνώ) κυβερνη- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ciˈveɾ.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κυ‐βέρ‐νη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακυβέρνητος, -η, -ο

  1. χωρίς κυβερνήτη ή κυβέρνηση
    ⮡  ακυβέρνητη χώρα
  2. ο ανεξέλεγκτος, που δεν ελέγχεται, δεν κυβερνιέται
    ⮡  Η γνωστή τριλογία μυθιστορημάτων του Στρατή Τσίρκα είναι «Ακυβέρνητες πολιτείες».
  3. (για όχημα / σκάφος) που δεν κυβερνείται, δεν πηδαλιουχείται
  4. που βρίσκεται σε όχημα ή σκάφος που δεν κυβερνιέται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία