κυβερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβερνάω < κυβερν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶ, συνηρημένος τύπος του κυβερνάω (χειρίζομαι τιμόνι καραβιού· διοικώ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gouverner < λατινική guberno < αρχαία ελληνική κυβερνῶ [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.veɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βερ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακυβερνάω/κυβερνώ, αόρ.: κυβέρνησα, παθ.φωνή: κυβερνιέμαι/κυβερνώμαι, π.αόρ.: κυβερνήθηκα, μτχ.π.π.: κυβερνημένος
- έχω την εκτελεστική εξουσία σε μια κρατική οντότητα, τη διοικώ
- είμαι υπεύθυνος κι έχω τον έλεγχο ενός πλεούμενου
- (μεταφορικά) κατευθύνω, εξουσιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κυβερν-
κυβερν-
μετοχές:
- κυβερνημένος, κυβερνημένη, κυβερνημένο
- κυβερνόμενος, κυβερνόμενη, κυβερνόμενο
- κυβερνών, κυβερνώσα, κυβερνών
- ακυβερνησία
- ακυβέρνητα
- ακυβέρνητος
- αντικυβερνητικός
- αυτοκυβέρνηση
- αυτοκυβέρνητος
- αυτοκυβερνιέμαι / αυτοκυβερνώμαι
- αυτοκυβερνώμενος
- διακυβέρνηση
- διακυβερνητικός
- διακυβερνώ
- ενδοκυβερνητικός
- κυβερνείο
- κυβέρνηση & σύνθετα
- κυβερνήσιμος
- κυβερνησιμότητα
- κυβερνήτης
- κυβερνητική
- κυβερνητικός
- κυβερνοέγκλημα
- κυβερνοεπίθεση
- κυβερνοκουλτούρα
- κυβερνόμενος
- κυβερνοχώρος
- συγκυβέρνηση
- συγκυβερνήτης
- συγκυβερνητικός
- συγκυβερνώ
- Όροι με κυβερν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυβερνάω - κυβερνώ | κυβερνούσα | θα κυβερνάω - κυβερνώ | να κυβερνάω - κυβερνώ | κυβερνώντας | |
β' ενικ. | κυβερνάς | κυβερνούσες | θα κυβερνάς | να κυβερνάς | κυβέρνα - κυβέρναγε | |
γ' ενικ. | κυβερνάει - κυβερνά | κυβερνούσε | θα κυβερνάει - κυβερνά | να κυβερνάει - κυβερνά | ||
α' πληθ. | κυβερνάμε - κυβερνούμε | κυβερνούσαμε | θα κυβερνάμε - κυβερνούμε | να κυβερνάμε - κυβερνούμε | ||
β' πληθ. | κυβερνάτε | κυβερνούσατε | θα κυβερνάτε | να κυβερνάτε | κυβερνάτε | |
γ' πληθ. | κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | κυβερνούσαν(ε) | θα κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | να κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυβέρνησα | θα κυβερνήσω | να κυβερνήσω | κυβερνήσει | ||
β' ενικ. | κυβέρνησες | θα κυβερνήσεις | να κυβερνήσεις | κυβέρνα - κυβέρνησε | ||
γ' ενικ. | κυβέρνησε | θα κυβερνήσει | να κυβερνήσει | |||
α' πληθ. | κυβερνήσαμε | θα κυβερνήσουμε | να κυβερνήσουμε | |||
β' πληθ. | κυβερνήσατε | θα κυβερνήσετε | να κυβερνήσετε | κυβερνήστε | ||
γ' πληθ. | κυβέρνησαν κυβερνήσαν(ε) |
θα κυβερνήσουν(ε) | να κυβερνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυβερνήσει | είχα κυβερνήσει | θα έχω κυβερνήσει | να έχω κυβερνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυβερνήσει | είχες κυβερνήσει | θα έχεις κυβερνήσει | να έχεις κυβερνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυβερνήσει | είχε κυβερνήσει | θα έχει κυβερνήσει | να έχει κυβερνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυβερνήσει | είχαμε κυβερνήσει | θα έχουμε κυβερνήσει | να έχουμε κυβερνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυβερνήσει | είχατε κυβερνήσει | θα έχετε κυβερνήσει | να έχετε κυβερνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυβερνήσει | είχαν κυβερνήσει | θα έχουν κυβερνήσει | να έχουν κυβερνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυβερνιέμαι | κυβερνιόμουν(α) | θα κυβερνιέμαι | να κυβερνιέμαι | ||
β' ενικ. | κυβερνιέσαι | κυβερνιόσουν(α) | θα κυβερνιέσαι | να κυβερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | κυβερνιέται | κυβερνιόταν(ε) | θα κυβερνιέται | να κυβερνιέται | ||
α' πληθ. | κυβερνιόμαστε | κυβερνιόμαστε κυβερνιόμασταν |
θα κυβερνιόμαστε | να κυβερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | κυβερνιέστε | κυβερνιόσαστε κυβερνιόσασταν |
θα κυβερνιέστε | να κυβερνιέστε | κυβερνιέστε | |
γ' πληθ. | κυβερνιούνται | κυβερνιόνταν(ε) κυβερνιούνταν κυβερνιόντουσαν |
θα κυβερνιούνται | να κυβερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυβερνήθηκα | θα κυβερνηθώ | να κυβερνηθώ | κυβερνηθεί | ||
β' ενικ. | κυβερνήθηκες | θα κυβερνηθείς | να κυβερνηθείς | κυβερνήσου | ||
γ' ενικ. | κυβερνήθηκε | θα κυβερνηθεί | να κυβερνηθεί | |||
α' πληθ. | κυβερνηθήκαμε | θα κυβερνηθούμε | να κυβερνηθούμε | |||
β' πληθ. | κυβερνηθήκατε | θα κυβερνηθείτε | να κυβερνηθείτε | κυβερνηθείτε | ||
γ' πληθ. | κυβερνήθηκαν κυβερνηθήκαν(ε) |
θα κυβερνηθούν(ε) | να κυβερνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυβερνηθεί | είχα κυβερνηθεί | θα έχω κυβερνηθεί | να έχω κυβερνηθεί | κυβερνημένος | |
β' ενικ. | έχεις κυβερνηθεί | είχες κυβερνηθεί | θα έχεις κυβερνηθεί | να έχεις κυβερνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυβερνηθεί | είχε κυβερνηθεί | θα έχει κυβερνηθεί | να έχει κυβερνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυβερνηθεί | είχαμε κυβερνηθεί | θα έχουμε κυβερνηθεί | να έχουμε κυβερνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυβερνηθεί | είχατε κυβερνηθεί | θα έχετε κυβερνηθεί | να έχετε κυβερνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυβερνηθεί | είχαν κυβερνηθεί | θα έχουν κυβερνηθεί | να έχουν κυβερνηθεί |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυβερνώμαι | κυβερνόμουν | θα κυβερνώμαι | να κυβερνώμαι | ||
β' ενικ. | κυβερνάσαι | κυβερνόσουν | θα κυβερνάσαι | να κυβερνάσαι | ||
γ' ενικ. | κυβερνάται | κυβερνόταν | θα κυβερνάται | να κυβερνάται | ||
α' πληθ. | κυβερνώμεθα - κυβερνόμαστε | κυβερνόμασταν | θα κυβερνώμεθα - κυβερνόμαστε | να κυβερνώμεθα - κυβερνόμαστε | ||
β' πληθ. | κυβερνάσθε - κυβερνάστε | κυβερνόσασταν | θα κυβερνάσθε - κυβερνάστε | να κυβερνάσθε - κυβερνάστε | κυβερνάσθε - κυβερνάστε | |
γ' πληθ. | κυβερνώνται | κυβερνόνταν - κυβερνόντουσαν | θα κυβερνώνται | να κυβερνώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυβερνήθηκα | θα κυβερνηθώ | να κυβερνηθώ | κυβερνηθεί | ||
β' ενικ. | κυβερνήθηκες | θα κυβερνηθείς | να κυβερνηθείς | κυβερνήσου | ||
γ' ενικ. | κυβερνήθηκε | θα κυβερνηθεί | να κυβερνηθεί | |||
α' πληθ. | κυβερνηθήκαμε | θα κυβερνηθούμε | να κυβερνηθούμε | |||
β' πληθ. | κυβερνηθήκατε | θα κυβερνηθείτε | να κυβερνηθείτε | κυβερνηθείτε | ||
γ' πληθ. | κυβερνήθηκαν κυβερνηθήκαν(ε) |
θα κυβερνηθούν(ε) | να κυβερνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυβερνηθεί | είχα κυβερνηθεί | θα έχω κυβερνηθεί | να έχω κυβερνηθεί | κυβερνημένος | |
β' ενικ. | έχεις κυβερνηθεί | είχες κυβερνηθεί | θα έχεις κυβερνηθεί | να έχεις κυβερνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυβερνηθεί | είχε κυβερνηθεί | θα έχει κυβερνηθεί | να έχει κυβερνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυβερνηθεί | είχαμε κυβερνηθεί | θα έχουμε κυβερνηθεί | να έχουμε κυβερνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυβερνηθεί | είχατε κυβερνηθεί | θα έχετε κυβερνηθεί | να έχετε κυβερνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυβερνηθεί | είχαν κυβερνηθεί | θα έχουν κυβερνηθεί | να έχουν κυβερνηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυβερνάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κυβερνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακυβερνάω < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακυβερνάω / κυβερνῶ
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κυβερν-
κυβερν-
Πηγές
επεξεργασία- κυβερνάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυβερνάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.