αντικυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικυβερνητικός < αντι- + κυβερνητικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antigouvernemental)
Επίθετο επεξεργασία
αντικυβερνητικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που αντιτίθεται στην κυβέρνηση (που τώρα είναι στην εξουσία ή γενικότερα), που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικυβερνητικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, κυβερνητικός και κυβέρνηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικυβερνητικός