φιλοκυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φιλοκυβερνητικός < φίλος + -ο- + κυβερνητικός
Επίθετο
επεξεργασία
φιλοκυβερνητικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που είναι υπέρ της κυβέρνησης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιλοκυβερνητικός