Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκυβερνήτης οι συγκυβερνήτες
      γενική του συγκυβερνήτη των συγκυβερνητών
    αιτιατική τον συγκυβερνήτη τους συγκυβερνήτες
     κλητική συγκυβερνήτη συγκυβερνήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκυβερνήτης (μαρτυρείται από το 1832) [1] < συγκυβερνώ/συγκυβερνάω, συγκυβερνη- + -της.[2] Δείτε και το μεσαιωνικό συγκυβερνήτης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɟi.veɾˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκυ‐βερ‐νή‐της
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κυ‐βερ‐νή‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκυβερνήτης αρσενικό

  1. (πολιτική) που ασκεί συγκυβέρνηση
  2. που μαζί με τον κυβερνήτη πιλοτάρει ένα αεροπλάνο, διευθύνει ένα πλεούμενο κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 940, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. συγκυβερνήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκυβερνήτης < συγκυβερνῶ < (ελληνιστική κοινή) συγκυβερνάω, συγκυβερνη- + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκυβερνήτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία