συγκυβέρνησις
Ετυμολογία
επεξεργασίασυγκυβέρνησις < συγκυβερνῶ < (ελληνιστική κοινή) συγκυβερνάω, συγκυβερνη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κυβέρνησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκυβέρνησις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κυβέρνησις, κυβερνῶ, κυβερνέω / κυβερνάω
Πηγές
επεξεργασία- συγκυβέρνησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)