κυβέρνησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῠβερνησι- κῠβερνησε- | |||||
ονομαστική | ἡ | κυβέρνησῐς | αἱ | κυβερνήσεις | |
γενική | τῆς | κυβερνήσεως | τῶν | κυβερνήσεων | |
δοτική | τῇ | κυβερνήσει | ταῖς | κυβερνήσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κυβέρνησῐν | τὰς | κυβερνήσεις | |
κλητική ὦ! | κυβέρνησῐ | κυβερνήσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυβερνήσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κυβερνησέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβέρνησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- κυβερνήσια (ουδέτερο πληθυντικός)
→ και δείτε τη λέξη κυβερνάω
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κυβέρνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυβέρνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.