Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠβερνησι- κῠβερνησε-
ονομαστική κυβέρνησῐς αἱ κυβερνήσεις
      γενική τῆς κυβερνήσεως τῶν κυβερνήσεων
      δοτική τῇ κυβερνήσει ταῖς κυβερνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυβέρνησῐν τὰς κυβερνήσεις
     κλητική ! κυβέρνησῐ κυβερνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυβερνήσει
γεν-δοτ τοῖν  κυβερνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβέρνησις < κυβερνάω, κυβερνη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβέρνησις, -εως θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) κυβέρνηση πλοίου, πλοήγηση
  2. διοίκηση, διακυβέρνηση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κυβερνάω

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία