Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακυβέρνησῐς αἱ διακυβερνήσεις
      γενική τῆς διακυβερνήσεως τῶν διακυβερνήσεων
      δοτική τῇ διακυβερνήσει ταῖς διακυβερνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακυβέρνησῐν τὰς διακυβερνήσεις
     κλητική ! διακυβέρνησῐ διακυβερνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακυβερνήσει
γεν-δοτ τοῖν  διακυβερνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακυβέρνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακυβερνέω / διακυβερνῶ, διακυβερνη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακυβέρνησις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία