διακυβέρνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διακυβέρνησῐς | αἱ | διακυβερνήσεις | ||||
γενική | τῆς | διακυβερνήσεως | τῶν | διακυβερνήσεων | ||||
δοτική | τῇ | διακυβερνήσει | ταῖς | διακυβερνήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διακυβέρνησῐν | τὰς | διακυβερνήσεις | ||||
κλητική ὦ! | διακυβέρνησῐ | διακυβερνήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακυβερνήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διακυβερνησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διακυβέρνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακυβερνέω / διακυβερνῶ, διακυβερνη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακυβέρνησις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διακυβέρνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.