Ετυμολογία

επεξεργασία
guberno < αρχαία ελληνική κυβερνάω/κυβερνῶ

guberno

  1. κυβερνώ (πλοίο)
  2. διοικώ, διευθύνω
  3. διαχειρίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία