Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβερνοκουλτούος οι κυβερνοκουλτούοι
      γενική του κυβερνοκουλτούου των κυβερνοκουλτούων
    αιτιατική τον κυβερνοκουλτούο τους κυβερνοκουλτούους
     κλητική κυβερνοκουλτούε κυβερνοκουλτούοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβερνοκουλτούρα < κυβερν(ώ) + -ο- + κουλτούρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberculture

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβερνοκουλτούρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία