κυβερνοεπίθεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυβερνοεπίθεση | οι | κυβερνοεπιθέσεις |
γενική | της | κυβερνοεπίθεσης | των | κυβερνοεπιθέσεων |
αιτιατική | την | κυβερνοεπίθεση | τις | κυβερνοεπιθέσεις |
κλητική | κυβερνοεπίθεση | κυβερνοεπιθέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυβερνοεπίθεση < κυβερνο- + επίθεση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cyberattack)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.veɾ.no.eˈpi.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βερ‐νο‐ε‐πί‐θε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυβερνοεπίθεση θηλυκό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) επίθεση, με την χρήση του διαδικτύου, σε σύστημα υπολογιστών με σκοπό κάποιου είδους βλάβης, δυσλειτουργίας, κλπ.
- χακάρισμα προσωπικών ψηφιακών δεδομένων ή καταστροφή τους
- αλλοίωση ιστοσελίδας· συχνά ιστοσελίδας ασφαλείας
- παραβίαση ιδιωτικών αρχείων και κλειδωμένων ιστοσελίδων
- απόκρυψη δεδομένων μέχρι να καταβληθούν λύτρα (βλ. λυτρισμικού)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυβερνοεπίθεση