Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνοάμυνα οι κυβερνοάμυνες
      γενική της κυβερνοάμυνας των κυβερνοαμυνών
    αιτιατική την κυβερνοάμυνα τις κυβερνοάμυνες
     κλητική κυβερνοάμυνα κυβερνοάμυνες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβερνοάμυνα < κυβερνο- + άμυνα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cyberdefense)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβερνοάμυνα θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία