Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνοασφάλεια οι κυβερνοασφάλειες
      γενική της κυβερνοασφάλειας των κυβερνοασφαλειών
    αιτιατική την κυβερνοασφάλεια τις κυβερνοασφάλειες
     κλητική κυβερνοασφάλεια κυβερνοασφάλειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

κυβερνοασφάλεια < κυβερνο- + ασφάλεια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cybersecurity)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.veɾ.no.a.ˈsfa.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐βερ‐νο‐α‐σφά‐λει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβερνοασφάλεια θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr