κυβερνο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβερνο- < κυβερνητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyber- < cybernetic < αρχαία ελληνική κυβερνητικός < κυβερνάω)
Πρόσφυμα
επεξεργασίακυβερνο-
- (νεολογισμός) αʹ συνθετικό που δείχνει ότι η σύνθετη λέξη έχει σχέση με το διαδίκτυο ή τον κυβερνοχώρο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Παράγωγα
επεξεργασία- κυβερνοαπάτη
- κυβερνοασφάλεια
- κυβερνοέγκλημα
- κυβερνοεγκληματίας
- κυβερνοεπίθεση
- κυβερνοκουλτούρα
- κυβερνοχώρος