κυβερνοεγκληματίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κυβερνοεγκληματίας | οι | κυβερνοεγκληματίες |
γενική | του/της | κυβερνοεγκληματία | των | κυβερνοεγκληματιών |
αιτιατική | τον/την | κυβερνοεγκληματία | τους/τις | κυβερνοεγκληματίες |
κλητική | κυβερνοεγκληματία | κυβερνοεγκληματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυβερνοεγκληματίας < κυβερνο- + εγκληματίας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cybercriminal)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυβερνοεγκληματίας ουδέτερο
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) αυτός που παρανομεί χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κυβερνο- και εγκληματίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυβερνοεγκληματίας