χακάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈka.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐κά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχακάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χακάρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χακάρισμα
|