διακυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακυβερνητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιακυβερνητικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη συμμετοχή των κυβερνήσεων πολλών κρατών
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακυβερνητικός