↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνησιμότητα οι κυβερνησιμότητες
      γενική της κυβερνησιμότητας των κυβερνησιμοτήτων
    αιτιατική την κυβερνησιμότητα τις κυβερνησιμότητες
     κλητική κυβερνησιμότητα κυβερνησιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυβερνησιμότητα < κυβερνήσιμος + -ότητα < κυβέρνηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική governability)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυβερνησιμότητα θηλυκό

  • (νεολογισμός) (πολιτική) η ικανότητα κάποιου πολιτικού σχηματισμού για διακυβέρνηση
    ※  Υπό αυτό το πρίσμα, κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ειδικότερα της εσωκομματικής πλειψηφίας, θεωρούν πως το στοίχημα πλέον μετατοπίζεται στο πεδίο της «κυβερνησιμότητας». (*)
    ※  Παρεμπιπτόντως, πολύ μας παραξένεψε αυτός ο όρος που «εισπήδησε», μετά το καλοκαίρι, στον δημόσιο διάλογο, εντός και εκτός αριστεράς. «Κυβερνήσιμος», στα ελληνικά, δεν είναι αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, αλλά αυτός που μπορεί να κυβερνηθεί. 'Ισως, αυτή η λέξη προήλθε από κάποιον εξοικειωμένο με τα «αυτοκρατορικά» αγγλικά, που εμπνεύστηκε από το governance (διακυβέρνηση) ή governability (κυβερνησιμότητα). Το governance προτάθηκε για το πώς πρέπει να κυβερνάται η ΕΕ. Σε αντίθεση με το government (κυβέρνηση), που αποδίδει λαό που κυβερνάει, το governance σημαίνει τρόπο διακυβέρνησης ενός λαού. Ανεξαρτήτως ελληνικών, η «κυβερνησιμότητα» είναι λάθος. Προσδιορίζει την ικανότητα ενός υποκειμένου να αντικαταστήσει ένα άλλο στη διακυβέρνηση ενός χοντρικά δεδομένου κρατικού πλαισίου. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία