rule
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rule | rules |
rule (en)
- ο κανόνας
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | rule |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rules |
αόριστος | ruled |
παθητική μετοχή | ruled |
ενεργητική μετοχή | ruling |
rule (en)
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrule (de)