ενδοκυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοκυβερνητικός < ενδο- + κυβερνητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) intergovernmental)
Επίθετο
επεξεργασίαενδοκυβερνητικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που αναφέρεται στις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους τα μέλη μιας κυβέρνησης ή οι πολιτικοί σχηματισμοί που την στηρίζουν
- Σε νέα σύσκεψη των κυβερνητικών εταίρων εντός των επομένων εικοσιτετραώρων, αν και ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί πότε ακριβώς θα γίνει, παραπέμπεται η επίλυση των ενδοκυβερνητικών τριβών. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοκυβερνητικός