Ετυμολογία

επεξεργασία
διακυβερνώ < αρχαία ελληνική διακυβερνάω / διακυβερνῶ < διά + κυβερνάω / κυβερνῶ

διακυβερνώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία