αρμάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμάτωμα < αρματώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμάτωμα ουδέτερο
- εξοπλισμός
- (ειδ.) ο εφοδιασμός σκάφους με τα αναγκαία για το ταξίδι εξαρτήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμάτωμα
|