↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμάτωμα τα αρματώματα
      γενική του αρματώματος των αρματωμάτων
    αιτιατική το αρμάτωμα τα αρματώματα
     κλητική αρμάτωμα αρματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρμάτωμα < αρματώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρμάτωμα ουδέτερο

  1. εξοπλισμός
  2. (ειδ.) ο εφοδιασμός σκάφους με τα αναγκαία για το ταξίδι εξαρτήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία