τριάρμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριάρμενος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τριάρμενος < τρι- + ἄρμεν(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίατριάρμενος, -η, -ο (δημοτική)
- (ναυτικός όρος) που έχει τρία άρμενα, πανιά, κατάρτια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριάρμενος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριάρμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριάρμενος < τρι- + ἄρμενον + -ος
Επίθετο
επεξεργασίατριάρμενος
- (ναυτικός όρος) πλοίο με τρία άρμενα
- ※ 11ος αιώνας, ⌘Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, (γλώσσα: αρχαΐζουσα, χρήση ελληνιστικής λέξης)
- 1) ※ 13.8.5 ὁ δέ γε Μαριανός, τοῦ ἀναμεταξὺ Λογγιβαρδίας καὶ Ἰλλυρικοῦ πορθμοῦ τὰς κελεύθους ἐπιτηρῶν, ἀπεῖργε παντάπασι τοὺς ἐκεῖθεν πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν διαπερῶντας, οὐ τριάρμενον οὐδὲ μυριοφόρον ὁλκάδα οὐδὲ μυοπάρωνα δίκωπον
- 2) ※ 10.8.2 Κατὰ πόδας δὲ τούτου καὶ ὁ κόμης Πρεβέντζας ταῖς ἀκταῖς τοῦ πορθμοῦ Λογγιβαρδίας προσπελάσας, ἐπεὶ διαπερᾶν καὶ αὐτὸς ἐβούλετο, μυριοφόρον ναῦν λῃστρικὴν μισθωσάμενος τριάρμενον ἑξακισχιλίων χρυσίνων στατήρων, […]
- 1) ※ 13.8.5 ὁ δέ γε Μαριανός, τοῦ ἀναμεταξὺ Λογγιβαρδίας καὶ Ἰλλυρικοῦ πορθμοῦ τὰς κελεύθους ἐπιτηρῶν, ἀπεῖργε παντάπασι τοὺς ἐκεῖθεν πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν διαπερῶντας, οὐ τριάρμενον οὐδὲ μυριοφόρον ὁλκάδα οὐδὲ μυοπάρωνα δίκωπον
- ※ 11ος αιώνας, ⌘Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, (γλώσσα: αρχαΐζουσα, χρήση ελληνιστικής λέξης)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | τριάρμενος | τὸ | τριάρμενον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | τριαρμένου | τοῦ | τριαρμένου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | τριαρμένῳ | τῷ | τριαρμένῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | τριάρμενον | τὸ | τριάρμενον | ||
κλητική ὦ! | τριάρμενε | τριάρμενον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | τριάρμενοι | τὰ | τριάρμενᾰ | ||
γενική | τῶν | τριαρμένων | τῶν | τριαρμένων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | τριαρμένοις | τοῖς | τριαρμένοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | τριαρμένους | τὰ | τριάρμενᾰ | ||
κλητική ὦ! | τριάρμενοι | τριάρμενᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριαρμένω | τὼ | τριαρμένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριαρμένοιν | τοῖν | τριαρμένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριάρμενος < τρι- + αρχαία ελληνική ἄρμεν(α) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίατριάρμενος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (ναυτικός όρος) με τρία ιστία ή κατάρτια, όπως τριάρμενος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τριάρμενος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριάρμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.