τριίστιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατριίστιος, -α, -ο
- (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που έχει τρεις ιστούς, τρία κατάρτια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριίστιος
|
τριίστιος, -α, -ο
|