↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίστηλος η τρίστηλη το τρίστηλο
      γενική του τρίστηλου της τρίστηλης του τρίστηλου
    αιτιατική τον τρίστηλο την τρίστηλη το τρίστηλο
     κλητική τρίστηλε τρίστηλη τρίστηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίστηλοι οι τρίστηλες τα τρίστηλα
      γενική των τρίστηλων των τρίστηλων των τρίστηλων
    αιτιατική τους τρίστηλους τις τρίστηλες τα τρίστηλα
     κλητική τρίστηλοι τρίστηλες τρίστηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίστηλος < τρι- + στήλη + -ος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική three-column[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίστηλος, -η, -ο

  1. που χωρίζεται σε τρεις στήλες ή (γενικότερα) σε τρία τμήματα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τρίστηλο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία