μονόστηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονόστηλος, -η, -ο
- που καταλαμβάνει μία στήλη ή τμήμα της σε μία σελίδα εντύπου η οποία χωρίζεται νοητά σε 3-4 στήλες
- μια μονόστηλη καταχώριση
- (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που φέρει ένα ιστό {κατάρτι)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόστηλος
|