↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκάταρτος η μονοκάταρτη το μονοκάταρτο
      γενική του μονοκάταρτου της μονοκάταρτης του μονοκάταρτου
    αιτιατική τον μονοκάταρτο τη μονοκάταρτη το μονοκάταρτο
     κλητική μονοκάταρτε μονοκάταρτη μονοκάταρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκάταρτοι οι μονοκάταρτες τα μονοκάταρτα
      γενική των μονοκάταρτων των μονοκάταρτων των μονοκάταρτων
    αιτιατική τους μονοκάταρτους τις μονοκάταρτες τα μονοκάταρτα
     κλητική μονοκάταρτοι μονοκάταρτες μονοκάταρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοκάταρτος < μονο- + κατάρτ(ι) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοκάταρτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία