μονάλμπουρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονάλμπουρος < μον- + άλμπουρ(ο) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαμονάλμπουρος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που φέρει ένα ιστό {κατάρτι)
- ※ Όταν χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες μηχανές εσωτερικής καύσης στα καΐκια, η ράντα αντικατέστησε την πρυμνιά ψάθα σε πολλές μπρατσέρες ενώ ακόμα πιο πρόσφατα, συναντιόντουσαν και μονάλμπουρα καΐκια με ράντα. (Τα Πανιά (Β! Μέρος), aegeanwoodenwalls.blogspot.com, 13/2/2007 [1])
- άλλες μορφές: μονάρμπουρος
- → δείτε του ουδέτερο μονάλμπουρο (για σκάφος)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονάλμπουρος
|