εξαρτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαρτισμός < ελληνιστική κοινή ἐξαρτισμός < ἐξαρτίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksaɾ.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαρ‐τι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξαρτισμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του εξάρτιση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαρτισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- εξαρτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εξαρτισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)