πλεύση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλεύση | οι | πλεύσεις |
γενική | της | πλεύσης* | των | πλεύσεων |
αιτιατική | την | πλεύση | τις | πλεύσεις |
κλητική | πλεύση | πλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεύση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεῦ(σις) + -ση < → δείτε τη λέξη πλέω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈplef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλεύ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλεύση θηλυκό
- η πορεία πλοίου στη θάλασσα
- (μεταφορικά) η πορεία
- (φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό αντικείμενο επιπλέει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεύση
Πηγές
επεξεργασία
- πλεύση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας