πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεύση οι πλεύσεις
      γενική της πλεύσης* των πλεύσεων
    αιτιατική την πλεύση τις πλεύσεις
     κλητική πλεύση πλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλεύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλεύση θηλυκό

  1. η πορεία πλοίου στη θάλασσα
  2. (μεταφορικά) η πορεία
  3. (φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό αντικείμενο επιπλέει

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα πλευσ-, πλευτ-

 και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-

Μεταφράσεις

επεξεργασία