διαπλέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαπλέω < αρχαία ελληνική διαπλέω < διά + πλέω
Ρήμα
επεξεργασία
διαπλέω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιάπλευστος
- διάπλευση
- διαπλεύσιμος
- → δείτε τις λέξεις διά και πλέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπλέω