αδιάπλευστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αδιάπλευστος
- που δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσουν
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάπλευστος