Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαπλεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαπλεύσιμ
ος
η
διαπλεύσιμ
η
το
διαπλεύσιμ
ο
γενική
του
διαπλεύσιμ
ου
της
διαπλεύσιμ
ης
του
διαπλεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
διαπλεύσιμ
ο
τη
διαπλεύσιμ
η
το
διαπλεύσιμ
ο
κλητική
διαπλεύσιμ
ε
διαπλεύσιμ
η
διαπλεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαπλεύσιμ
οι
οι
διαπλεύσιμ
ες
τα
διαπλεύσιμ
α
γενική
των
διαπλεύσιμ
ων
των
διαπλεύσιμ
ων
των
διαπλεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
διαπλεύσιμ
ους
τις
διαπλεύσιμ
ες
τα
διαπλεύσιμ
α
κλητική
διαπλεύσιμ
οι
διαπλεύσιμ
ες
διαπλεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαπλεύσιμος
<
διαπλέω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
διαπλεύσιμος
που είναι
δυνατόν
να τον
διαπλεύσουν
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιάπλευστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπλεύσιμος
αγγλικά
:
navigable
(en)
γαλλικά
:
navigable
(fr)