Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπλεύσιμος η διαπλεύσιμη το διαπλεύσιμο
      γενική του διαπλεύσιμου της διαπλεύσιμης του διαπλεύσιμου
    αιτιατική τον διαπλεύσιμο τη διαπλεύσιμη το διαπλεύσιμο
     κλητική διαπλεύσιμε διαπλεύσιμη διαπλεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπλεύσιμοι οι διαπλεύσιμες τα διαπλεύσιμα
      γενική των διαπλεύσιμων των διαπλεύσιμων των διαπλεύσιμων
    αιτιατική τους διαπλεύσιμους τις διαπλεύσιμες τα διαπλεύσιμα
     κλητική διαπλεύσιμοι διαπλεύσιμες διαπλεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπλεύσιμος < διαπλέω + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

διαπλεύσιμος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία