sailboat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sailboat | sailboats |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsailboat (en)
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) το ιστιοφόρο ⛵️
Δείτε επίσης
επεξεργασία- sailboat στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
sailboat | sailboats |
sailboat (en)