άνυσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άνυσμα | τα | ανύσματα |
γενική | του | ανύσματος | των | ανυσμάτων |
αιτιατική | το | άνυσμα | τα | ανύσματα |
κλητική | άνυσμα | ανύσματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνυσμα < (ελληνιστική κοινή) ἄνυσμα < αρχαία ελληνική ἀνύω
Σημειώσεις
επεξεργασίαΑπαντά για πρώτη φορά στα Σχόλια στην Οδύσσεια του Ομήρου (5.299)σε μεταγενέστερα βυζαντινά χειρόγραφα του 10-13ου αιώνα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάνυσμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνυσμα
|