Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανυσματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανυσματικ
ός
η
ανυσματικ
ή
το
ανυσματικ
ό
γενική
του
ανυσματικ
ού
της
ανυσματικ
ής
του
ανυσματικ
ού
αιτιατική
τον
ανυσματικ
ό
την
ανυσματικ
ή
το
ανυσματικ
ό
κλητική
ανυσματικ
έ
ανυσματικ
ή
ανυσματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανυσματικ
οί
οι
ανυσματικ
ές
τα
ανυσματικ
ά
γενική
των
ανυσματικ
ών
των
ανυσματικ
ών
των
ανυσματικ
ών
αιτιατική
τους
ανυσματικ
ούς
τις
ανυσματικ
ές
τα
ανυσματικ
ά
κλητική
ανυσματικ
οί
ανυσματικ
ές
ανυσματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανυσματικός
<
άνυσμα
+
-ικός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
vectorial
)
Επίθετο
επεξεργασία
ανυσματικός
που έχει
σχέση
με το
άνυσμα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
διανυσματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυσματικός
αγγλικά
:
vectorial
(en)