διανυσματικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διανυσματικός < διάνυσμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vectoriel)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διανυσματικός
- που έχει σχέση με το διάνυσμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διανύω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διανυσματικός