δολιχοκρανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δολιχοκρανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dolichocrânie < αρχαία ελληνική δόλιχος + -ο- + κρανίον
Ουσιαστικό επεξεργασία
δολιχοκρανία θηλυκό
- (ιατρική) ή δολιχοκεφαλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δολιχοκρανία
|