Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεοδόλιχος οι θεοδόλιχοι
      γενική του θεοδόλιχου των θεοδόλιχων
    αιτιατική τον θεοδόλιχο τους θεοδόλιχους
     κλητική θεοδόλιχε θεοδόλιχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Θεοδόλιχος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοδόλιχος < (μαρτυρείται από το 1897) εσφαλμένη μεταφορά από τη γαλλική theodolite με παρετυμολογική σύνδεση προς την αρχαία ελληνική λέξη δόλιχος. Η συνώνυμη γαλλική alidade < αραβική العِضَادَة (al-ʿiḍāda)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοδόλιχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.